- πωλοτροφώ
- -έω, Μ [πωλοτρόφος]εκτρέφω, μεγαλώνω πώλους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αργοτροφώ — ἀργοτροφῶ ( έω) (Α) τρέφομαι χωρίς να εργάζομαι, ζω χωρίς εργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αργός (II) + τροφώ < τροφος < τροφός < τρέφω (πρβλ. ιπποτροφώ, πωλοτροφώ κ.ά.)] … Dictionary of Greek